- λαυροστάται
- λαυροστάται [ᾰ], οἱ, ([etym.] λαύρα, στῆναι)A the choreutae who stood in the middle, gen erally the bad ones, Cratin.422.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαυροστάται — λαυροστάται, οἱ (Α) οι χορευτές τού αρχαίου δράματος τους οποίους τοποθετούσαν στον μεσαίο από τους τρεις στοίχους τού χορού, επειδή ήταν οι χειρότεροι, ώστε να είναι λιγότερο θεατοί από όσους παρακολουθούσαν το παιζόμενο δράμα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
λαυροστάται — the choreutae who stood in the middle masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)